ἀδηφάγα

ἀδηφάγα
ἀδηφάγος
gluttonous
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδηφάγα — (adephaga). Υπόταξη των κολεοπτέρων εντόμων. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η νεύρωση που έχουν στις πτέρυγες. Τρέφονται κυρίως με άλλα έντομα, αρκετές φορές όμως και με σαλιγκάρια και με φυτά. Στα αδηφάγα περιλαμβάνονται οι καραβίδες, οι… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • λούτσος — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος… …   Dictionary of Greek

  • ουροδελή — Τάξη αμφίβιων, που χαρακτηρίζονται από τη μονιμότητα της ουράς, η οποία, αντίθετα, λείπει στα ακμαία άνουρα. Τα ο. έχουν σχήμα επίμηκες, όμοιο με των σαυρών. Το μήκος τους, που γενικά είναι περίπου 20 εκ., ποικίλλει από 4 εκ. έως 1,50 μ. Τα άκρα… …   Dictionary of Greek

  • Αλασμένοι — Στη λαογραφία, άσχημα και αδηφάγα δαιμονικά τα οποία αρπάζουν τα βρέφη που δεν φυλάσσονται καλά από τους γονείς τους, αφήνοντας στη θέση τους τα δικά τους παιδιά. Λέγονται και Αλλαμένοι (Κύπρος) και σε πολλά μέρη Αλλακτοί. Η δοξασία αυτή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύστομα — (amblystoma).Επιστημονική ονομασία γένους αμφιβίων της οικογένειας των αμβλυστομιδών. Ζουν στη Βόρεια Αμερική, από τις νότιες περιοχές του Καναδά έως το κεντρικό Μεξικό. To σώμα τους μοιάζει με αυτό της σαλαμάνδρας και έχει μήκος 10 έως 20 εκ.·… …   Dictionary of Greek

  • αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”